χαρτοπώλης

χαρτοπώλης
ο, ΝΜΑ
πωλητής χαρτιού
νεοελλ.
ιδιοκτήτης χαρτοπωλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + -πώλης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαρτοπώλης — ο πωλητής χαρτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοχαρτοπώλης — ο ιδιοκτήτης βιβλιοχαρτοπωλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + χαρτοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • χαρτάριος — και χαρτάρις, ὁ, Α 1. χαρτοπώλης 2. χαρτουλάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. chartarius < χάρτης] …   Dictionary of Greek

  • χαρτοπράτης — ὁ, ΜΑ χαρτοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρτης + πράτης (< πράτης < θ. πρα τού πέρνημι* «πουλώ»), πρβλ. ἀρτο πράτης, οἰνο πράτης] …   Dictionary of Greek

  • χαρτοπωλείο — το, Ν κατάστημα όπου πωλούνται χαρτικά και γραφική ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”